- αποδελτιώνω
- -ωσα, -ώθηκα, -ωμένος, γράφω σε μικρά δελτία κάθε σχετικό με ορισμένο θέμα, για να το χρησιμοποιήσω αργότερα: Άρχισα να αποδελτιώνω ορισμένα βιβλία σχετικά με το θέμα που θα πραγματευτώ.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.