αποδελτιώνω

αποδελτιώνω
-ωσα, -ώθηκα, -ωμένος, γράφω σε μικρά δελτία κάθε σχετικό με ορισμένο θέμα, για να το χρησιμοποιήσω αργότερα: Άρχισα να αποδελτιώνω ορισμένα βιβλία σχετικά με το θέμα που θα πραγματευτώ.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αποδελτιώνω — αποδελτιώνω, αποδελτίωσα βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • αποδελτιώνω — [δελτίο] κάνω αποδελτίωση …   Dictionary of Greek

  • δελτιώ — και δελτιώνω [δελτίο (ν)] αποδελτιώνω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”